Piemonte, Ιταλία: μια αξέχαστη οινο-γαστρονομική εμπειρία.

Άκρως εκπαιδευτική και συγκινητική η τετραήμερη εμπειρία στο Πιεμόντε της Ιταλίας στην αρχή της εποχής τής διάσημης λευκής τρούφας της Άλμπα και κατά την περίοδο του τρύγου σε Barbaresco και Barolo.

  • Truffle hunting με αξιολάτρευτους «κυνηγούς», αυτή η τόσο ασυνήθιστη και συναρπαστική εμπειρία της αναζήτησης τρούφας στην υπέροχη φύση στην Άλμπα.
  • Είσκεψη στο οινοποιείο Gaja,
  • Επίσκεψη στο Universita` delle scienze gastronomiche, και την εντυπωσιακή Banca del Vino με το απίστευτο νούμερο των 150,000 κρασιών που φιλοξενούν.
  • Διαλεχτά ενδιάμεσα δείπνα στα χωριά της περιοχής, από agriturismo cascine εως αστεράτα εστιατόρια.

Η λευκή τρούφα της Άλμπα, «ο καλύτερος φίλος των νοστιμότερων πιάτων», «ο βασιλιάς του τραπεζιού».

Σε αυτή την ιδιαίτερη εμπειρία truffle hunting, είχαμε την τιμή να μυηθούμε από τα δύο αξιαγάπητα αδέλφια Romagniolo που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο κυνήγι τρούφας. Μας μίλησαν με κέφι, χιούμορ, βαθιά γνώση κι απίστευτη αγάπη για το έργο που τους κληροδοτήθηκε και η επόμενη γενιά της οικογένειας συνεχίζει με ενθουσιασμό. O ένας εκ των δύο αδελφών, Natale Romagniolo, συγγραφέας του “The Mystery and Allure of Truffle”, καθώς αποπειράται να μας διηγηθεί την ιστορία πώς γεννήθηκε η τρούφα, τελικά ξεδιπλώνει μια δική του ενδοσκόπηση, τις ρίζες του, τις εμπειρίες του, ιστορήματα που έζησε, κι άλλα που ονειρεύτηκε. Στην εισαγωγή του βιβλίου του αναφέρει ένα παλιό γνωμικό, σύμφωνα με το οποίο η φόρμα και η υφή μιας τρούφας “…is shaped by the heartbeats of plants falling asleep”.

“Si mangia col naso!” αναφώνησε αυθόρμητα την ώρα που έτριβε λίγη λευκή τρούφα πάνω σε μαλακό τυρί που μας κέρασε, που σημαίνει ότι η λευκή τρούφα «τρώγεται» με την μύτη αντί για το στόμα, καταδεικνύοντας το ακαταμάχητο άρωμα της λευκής τρούφας στο πιάτο, σε αντίθεση με την ελάχιστη γεύση που αφήνει στο στόμα.

Ο  Gaja και η υπέροχη ομάδα του, στέκονται με ευγένεια, επαγγελματισμό, επιχειρηματική εξωστρέφεια, καινοτόμες ιδέες (με το απαιτούμενο θράσος!), περηφάνια μα και ταπεινότητα μπροστά στο μεγαλείο της παράδοσης της περιοχής τους, των αμπελιών τους, το έργο της οικογένειας. Είναι τόσο μπροστά που ανησυχούν να μην λεηλατηθεί ο τόπος τους απ’ τον υπερτουρισμό, όπως άλλα μέρη της Ιταλίας. Ο Angelo Gaja που είχαμε την τεράστια τιμή να γνωρίσουμε, στα 70 του διαβαίνει καθημερινά το ίδιο πορτάκι που διάβαιναν οι πρόγονοί του για το οινοποιείο, παρά τις πολλές επεκτάσεις και ανακαινίσεις, ενώ τα παιδιά του, 5η γενιά πλέον, έχουν ήδη ενεργό ρόλο στην συνέχιση του έργου της οικογενείας που ανανέωσε και ανέδειξε το Barbaresco.  Ήδη από το 1937 οι Gaja είναι από τους πρώτους παραγωγούς της περιοχής που πιστεύουν στη δύναμη και την αναγνωρισιμότητα του παραγωγού εν αντιθέσει με τη διασημότητα της ποικιλίας, εξ’ ού και η ετικέτα με τα έντονα κόκκινα γράμματα με το όνομα της οικογένειας πάνω σε όλα τα μπουκάλια τους. Ασυμβίβαστοι στο θέμα της ποιότητας, αλλά και της αγάπης για τις ποικιλίες που καλλιεργούν, δεν διστάζουν το 1996 να απαρνηθούν το κύρος του DOCG χαρακτηρισμού στα περισσότερα κρασιά τους για να μπορούν να πειραματίζονται με συνδυασμούς και να βελτιώνουν την ποιότητά τους. Τα κρασιά που δοκιμάσαμε, γουλιές ζωντανής ιστορίας.

  1. Gaja & Rey 2021 (Chardonnay – Langhe DOP)
  2. Barbaresco 2020
  3. Sori Tildin 2014 (Barbaresco)
  4. Sperrs 2001 (Nebbiolo, Barbera – Langhe Nebbiolo DOC)
  5. Sori San Lorenzo 1988 (Barbaresco)
  6. Gaja & Rey 2012 (Chardonnay – Langhe DOC)

Δοκιμάστηκαν με τη σειρά που αναφέρονται.

Ναι, ναι, αφήσαμε το παλαιωμένο chardonnay για το τέλος! Για την ακρίβεια, μετά τη δοκιμή της φρεσκότερης εκδοχής του, ήπιαμε μια μόνη γουλιά για να δούμε την εξέλιξη, και  εν τω μεταξύ του δώσαμε χρόνο, όσο μιλούσαμε για τα ενδιάμεσα κόκκινα, να ανοίξει κι άλλο. Στη φρέσκια του εκδοχή (#1) πήραμε ένα τραγανό, φρουτώδες chardonnay με μια ωραία πικράδα του κουμκουάτ (!), αχλάδι, grapefruit, ενώ στην παλαιωμένη του εκδοχή (#6) σχεδόν μισή ώρα μετά στο ποτήρι (και πιο ζεστό πια) μας εντυπωσίασε καταρχάς για το πώς εξαφάνισε το προηγούμενο κόκκινο, αλλά κυρίως για το πώς μεταμορφώθηκε σε άλλο κρασί, που έδινε καραμέλα, βερίκοκο, μέλι, με νότες ελιάς και γλυκάνισου. Ήταν απίθανο πώς στην εξέλιξή του εκτοξεύεται η αναγνωρισιμότητα των χαρακτηριστικών της ποικιλίας!

Το Sperss (νοσταλγία) #4, κομψότατο και στρογγυλεμένο, είναι ένα παράδειγμα των περιπτώσεων που ο Gaja απαρνήθηκε τον χαρακτηρισμό Barolo DOC. Το 1996 συμπλήρωσε το Nebbiolo (από αμπέλι που είχε αγοράσει το 1984 για το συγκεκριμένο κρασί) με Barbera και έφτιαξε τούτο το κομψοτέχνημα!

Εντυπωσιακό το πανεπιστήμιο γαστρονομικών επιστημών (!) και της τράπεζας κρασιού που στεγάζονται στα ιστορικά κτίρια δίπλα στο (ιδιωτικό σήμερα) Castello Reale di Pollenzo. Στόχος της Banca del Vino  να καταγράψει και να αποθηκεύσει κάθε κρασί της περιοχής και των βασικών του χαρακτηριστικών και να κρατήσει ζωντανή όλη τη γνώση, την παράδοση, την ιστορία κάθε προσπάθειας οινοποίησης. Πρόκειται για μια αδιανόητα τεράστια παρακαταθήκη, ο οινικός πλούτος της περιοχής, τον οποίο προσπαθούν να αναδείξουν, να προωθήσουν, να μοιραστούν σε διεθνές επίπεδο. Εξαιρετικό το training workshop στο οποίο μας μύησαν στα ιδιαίτερα οινο-χαρακτηριστικά της περιοχής.

Άψογη η διοργάνωση όλου του ταξιδιού από το ελβετικό γραφείο Fert, ονειρική η διαμονή στο Castelo Guarene με την εντυπωσιακή θέα στα rolling hills του Langhe και σε κάθε κορυφή κι ένα κάστρο, συμπεριλαμβανομένου και του Torre Barbaresco ακριβώς απέναντι!

Μαρία Τασιούλα

 

Αφήστε μια απάντηση